«Διατροφική σπάταλη»
Αποτελέσματα και συμπεράσματα της έρευνας των μαθητών.

Ο όρος διατροφική σπατάλη αναφέρεται στο φαγητό που χάνεται συνολικά στην τροφική και εφοδιαστική αλυσίδα, στο φαγητό που, ενώ είναι κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί, τελικά δεν καταναλώνεται και πετιέται. Πρόκειται για ένα σύνθετο  παγκόσμιο πρόβλημα με σοβαρές οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι έρευνες αναδεικνύουν την οικονομική διάσταση του προβλήματος, αφού εξαιτίας του επιβαρύνονται οικονομικά και τα νοικοκυριά και οι εθνικές οικονομίες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεκριμένα, η ετήσια σπατάλη τροφής υπολογίζεται σε περίπου 87,6 τόνους, ενώ το κόστος της σπατάλης εκτιμάται πως είναι γύρω στα 143 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Εάν παράλληλα λάβουμε υπόψη και τον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων που καθημερινά πεθαίνουν από την πείνα, αντιλαμβανόμαστε τον παραλογισμό μιας τέτοιας κατάστασης. 

Η σπατάλη του φαγητού, ωστόσο, δεν μας προβληματίζει μόνο από ηθική και οικονομική σκοπιά, αλλά και από περιβαλλοντική. Η διατροφική σπατάλη επιβαρύνει το περιβάλλον με την παραγωγή μεγάλου όγκου σκουπιδιών, τα οποία εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες επιζήμιων για το περιβάλλον αερίων, συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου. Το πρόβλημα συνδέεται και με την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, οι οποίοι με το πέρασμα του χρόνου εξαντλούνται. Φυσικοί πόροι, αναγκαίοι για την επιβίωση του πλανήτη και τη συνέχιση της ζωής σ’ αυτόν, είναι το νερό και το έδαφος, που είναι απαραίτητα για την παραγωγή της τροφής μας. Σπαταλώντας φαγητό επιφέρουμε εμμέσως μεγάλη απώλεια φρέσκου νερού και υπόγειων υδάτινων πόρων, ενώ οι συνεχώς αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες του αναπτυγμένου κόσμου απογυμνώνουν και το έδαφος από τα θρεπτικά συστατικά του. Είναι σωστό η τροφή μας, που «κοστίζει» τόσο πολύ στο περιβάλλον, να πετιέται τη στιγμή μάλιστα που μόλις το ¼ της τροφής που απορρίπτεται θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα του υποσιτισμού και της πείνας στον πλανήτη;

Η διατροφική σπατάλη είναι το βασικό θέμα που επεξεργαζόμαστε φέτος σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+ «Jardin pédagogique / Gaspillage alimentaire», «Παιδαγωγικός κήπος / Διατροφική Σπατάλη». Για να ανιχνεύσουμε σε ποιο βαθμό οι μαθητές του σχολείου μας γνωρίζουν τις πτυχές και τις συνέπειες του προβλήματος καθώς και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να το περιορίσουμε, συντάξαμε το ερωτηματολόγιο το οποίο απευθύναμε προς συμπλήρωση στους μαθητές του σχολείου μας. Διακόσιοι δεκατέσσερεις μαθητές και μαθήτριες από όλες τις τάξεις  του Γυμνασίου ανταποκρίθηκαν και έδωσαν τις απαντήσεις τους απευθυνόμενοι για κάποια θέματα και στις οικογένειες τους.

Δυσάρεστη έκπληξη αποτέλεσε η απάντηση των μαθητών στο πρώτο ερώτημα: Το να αποθέτουμε τα χαλασμένα τρόφιμα στα σκουπίδια είναι διατροφική σπατάλη για το ποσοστό του 80,4% των μαθητών που συμμετείχαν. Μόλις το 19,6% των μαθητών γνωρίζει πως η σπατάλη αφορά το φαγητό που μπορούμε να καταναλώσουμε και όχι το χαλασμένο.

Επίσης, πάνω από το 50% των μαθητών αγνοούν ότι η διατροφική σπατάλη αγγίζει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της τροφής που παράγεται. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η έννοια της σπατάλης του φαγητού και η πραγματική κλίμακα στην οποία αυτή συμβαίνει δεν έχουν γίνει κατανοητές μέχρι τώρα από τους συμμαθητές μας. Οι δύο επόμενες ερωτήσεις αναφέρονται στις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το πρόβλημα σε χώρες με διαφορετική οικονομική ανάπτυξη: Στις αναπτυγμένες χώρες,  η σπατάλη της τροφής εκδηλώνεται κυρίως στα νοικοκυριά, συνδέεται δηλαδή με τον τρόπο που προγραμματίζουμε, αγοράζουμε, συντηρούμε και καταναλώνουμε την τροφή μας, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες εκδηλώνεται/εμφανίζεται περισσότερο στη φάση της συγκομιδής της τροφής στα χωράφια, εξαιτίας της απουσίας των κατάλληλων υποδομών διαχείρισης της παραγωγής. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών, οι περισσότεροι αγνοούν τα παραπάνω και κρίνεται απαραίτητη μια «εκστρατεία» ενημέρωσής τους, για να αντιληφθούν τη μεγάλη έκταση και επικινδυνότητα της σπατάλης της τροφής μας και να ευαισθητοποιηθούν για την αντιμετώπισή της.

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, συχνά απορρίπτουμε τρόφιμα λόγω της εμφάνισής τους, ενώ είναι εξίσου θρεπτικά και νόστιμα. Ένα σχετικά μικρό ποσοστό (21%) υποστηρίζει ότι αυτό δεν ισχύει, ένα μεγαλύτερο ποσοστό (28%) δηλώνει ότι «δε γνωρίζει», ενώ οι περισσότεροι (50,9%) σωστά αναγνωρίζουν αυτό τον τρόπο απόρριψης των τροφίμων που τελικά μένουν «στα αζήτητα», πάνω στα ράφια των καταστημάτων και δεν καταναλώνονται.

Σημαντική για το θέμα μας θεωρούμε και τη συμπεριφορά που περιγράφεται στο επόμενο πλαίσιο: Όταν βλέπουμε στη συσκευασία ενός τροφίμου τη σήμανση «κατά προτίμηση μέχρι» και έχει περάσει η αναγραφόμενη ημερομηνία, θεωρούμε το τρόφιμο ακατάλληλο και το πετάμε στα σκουπίδια ή το καταναλώνουμε άφοβα; Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της τάξης του 78% απορρίπτει το τρόφιμο, γιατί το θεωρεί χαλασμένο και μόλις το 22% απαντά πως το καταναλώνει άφοβα. Η ένδειξη “ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ” δείχνει την ημερομηνία μέχρι την οποία τα τρόφιμα διατηρούν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, γεγονός που σημαίνει ότι τα τρόφιμα αυτά μπορούν να καταναλωθούν με ασφάλεια και μετά το πέρας της ημερομηνίας λήξεως, υπό τον όρο όμως ότι έχουν τηρηθεί οι οδηγίες αποθήκευσης που αναγράφονται στην ετικέτα και δεν έχουν αλλοιωθεί, κάτι που μπορούμε να διαπιστώσουμε μόνοι μας. Η άγνοιά μας γύρω από αυτό το ζήτημα οδηγεί, όπως βλέπουμε, σε απόρριψη τροφίμων που πολλές φορές δεν είναι αλλοιωμένα.

Η επόμενη ομάδα ερωτήσεων αφορούσε την καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και τον τρόπο αξιοποίησης του φαγητού που περισσεύει. Στην ερώτηση αν η οικογένεια αγοράζει και μαγειρεύει μόνο όσα πραγματικά χρειάζεται, φαίνεται πως ένα ικανοποιητικό ποσοστό τηρεί τη σωστή στάση και δεν αγοράζει περισσότερα, που, συνήθως, όταν παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, απορρίπτονται πια ως χαλασμένα (το 22% απάντησε ότι αυτό γίνεται «πάντα» και το 49,5% «τις περισσότερες φορές»). Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό (περίπου 37%) αγοράζει μεγαλύτερες ποσότητες από τις αναγκαίες, επηρεαζόμενο ενδεχομένως από τις προσφορές που υπάρχουν. (Εξαιτίας αυτών των προσφορών, ακόμη και όσοι ψωνίζουν με λίστα συχνά παρεκκλίνουν από αυτήν).

Και στην επόμενη ερώτηση, που αφορά το φαγητό που περισσεύει, διαπιστώνουμε σωστή αντίληψη και συμπεριφορά των περισσότερων οικογενειών. Μόλις ένα 12,5% δηλώνει πως πετάει το φαγητό που έχει περισσέψει στα σκουπίδια, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (34,1% και 60,3%) καταναλώνει, με κάποιον τρόπο, μέχρι τέλους τα τρόφιμα που αγοράστηκαν.

 

Ο πιο δημιουργικός κι ευχάριστος τρόπος για να χρησιμοποιηθεί το μαγειρεμένο φαγητό που έχει περισσέψει είναι να δημιουργήσουμε με αυτό μια διαφορετική συνταγή . Στη σχετική ερώτηση, ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό, γύρω στο 29%, ( απάντησαν 18,7 «σπάνια» και 9,8% «ποτέ») αποφεύγει την επαναχρησιμοποίηση του φαγητού, ενώ το υπόλοιπο 70%, περισσότερο ή λιγότερο συχνά, «ξαναμαγειρεύει» το περισσευούμενο φαγητό. Δυστυχώς, ένα μεγάλο ποσοστό της τάξης του 35% απαντά πως μόνο μερικές φορές δημιουργεί νέες συνταγές με τα «περισσεύματα».

Μια άλλη συμπεριφορά που δημιουργεί περίσσευμα φαγητού είναι η συνήθειά μας να μαγειρεύουμε περισσότερο φαγητό από αυτό που συνήθως καταναλώνουμε. Στην έρευνά μας το 20% περίπου απάντησε πως δημιουργεί πλεονάζον φαγητό, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (34,6% απαντά «σπάνια» και 7,9% «ποτέ») αναγνωρίζει πως το επιπλέον φαγητό είναι πιθανό να απορριφθεί και το αποφεύγει. Επειδή όμως ένα υψηλό ποσοστό (36,9%)απάντησε στη συγκεκριμένη ερώτηση «μερικές φορές», σκεφτόμαστε πως πρέπει τα νοικοκυριά να συνειδητοποιήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό την ανάγκη να μειώσουν τα απορρίμματα τροφίμων σε καθημερινή βάση.

Κακή συνήθεια είναι και η τάση μας να «παραγεμίζουμε το πιάτο μας», από βουλιμία ή πείνα. Όπως διαπιστώνεται στην έρευνά μας, είναι υψηλά τα ποσοστά όσων συνηθίζουν να βλέπουν μπροστά τους περισσότερο φαγητό από αυτό που μπορούν να καταναλώσουν. (33,2% απάντησε «μερικές φορές» και 15,4% απάντησε «τις περισσότερες φορές»). Τι γίνεται, όμως, με αυτό που περισσεύει; Μήπως είναι προτιμότερο να ξεκινάμε με λιγότερο φαγητό και να ζητάμε συμπλήρωμα;

Η επόμενη ερώτηση μάς μεταφέρει στην καθημερινότητα πολλών νέων. Συχνά παραγγέλλουμε έτοιμο φαγητό, ενώ υπάρχει ήδη μαγειρεμένο στο σπίτι, μια συνήθεια που αποβαίνει σε βάρος και του πορτοφολιού μας αλλά και της υγείας μας. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες απάντησαν ότι δεν το κάνουν συχνά ( Το 43,9% απάντησε «λίγες φορές τον μήνα» και ένα άλλο 43,9% απάντησε μία φορά τον μήνα») και μόνο το 12% απάντησε πως παραγγέλνει έτοιμο φαγητό δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα.

Οι ερωτώμενοι, τέλος, αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις της διατροφικής σπατάλης στο περιβάλλον και μάλιστα τη σύνδεσή της κυρίως με την υπερεκμετάλλευση και την εξάντληση των φυσικών πόρων ( 68,2%). Επιπλέον, το 56% θεωρεί πως η διατροφική σπατάλη επηρεάζει τη βιοποικιλότητα και το 42% την κλιματική αλλαγή.

Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως οι μαθητές έχουν ακούσει για το πρόβλημα της διατροφικής σπατάλης, ωστόσο βρίσκονται σε σύγχυση γύρω από διάφορες πλευρές του και δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητά του. Οι οικογένειες των μαθητών, κάτω από το βάρος των οικονομικών προβλημάτων και των πληθωριστικών τάσεων της εποχής μας, αντιμετωπίζουν με αρκετή σύνεση το θέμα της αγοράς και κατανάλωσης του φαγητού περιορίζοντας τη σπατάλη του. Αυτό ωστόσο πρέπει να γίνει με πιο συνειδητό τρόπο, αφού πληροφορηθούμε και μάθουμε όλοι τι συμβαίνει και πώς μπορούμε να παρέμβουμε για να περιορίσουμε το πρόβλημα.

Ελπίζουμε το πρόγραμμά μας να συμβάλει στην ενημέρωση των μαθητών γύρω από το θέμα της διατροφικής σπατάλης και των τρόπων με τους οποίους αυτή μπορεί να μειωθεί, ώστε όλοι μας να αποτελέσουμε, με μικρές αλλαγές στην καθημερινότητά μας, μέρος της λύσης του προβλήματος. Το χρωστάμε σε όσους υποσιτίζονται και πεινάνε, αλλά το χρωστάμε και στον πλανήτη που θα πρέπει να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να μας τρέφει.

  • Επιμέλεια κειμένου: κ. Ρόγκα, φιλόλογος και μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας του προγράμματος
  • Σύνταξη ερωτηματολογίου: κ. Σοφιανού, καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας και μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας του προγράμματος