Γιώργος Σεφέρης, «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ»
Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς:
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε πια,
μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι τον ύπνο μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»
Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν – Σαλαμίνι – ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε· όλα παραδομένα·
μήτε τα χέρια μας· στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».
Αθήνα, Φεβ. ’39 Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄
«Τελευταία μέρα» έγραφε το 1939 ο Σεφέρης, καταθέτοντας τον ποιητικό του στέφανο για τον θάνατο του ξεχωριστού άνδρα του πονήματός του…
Σε μιαν από τις συνήθεις παλινδρομήσεις της Ιστορίας, τούτες τις συννεφιασμένες μέρες, με τον «αλαφρύ» αγέρα – όχι γρέγο, μα σιρόκο – η γη της Κρήτης προετοιμάζεται να δεχτεί στα σπλάχνα της τον τελευταίο Αρχάγγελο της Ρωμιοσύνης. Ο Ελληνισμός στέκεται με δέος μπροστά στον χαμό του Μίκη Θεοδωράκη. Ξέρει πως είναι «η τελευταία μέρα» που τον έχει κοντά του, πως ίσως «την άλλη αυγή δε μένει τίποτε πια», χωρίς το φως του χαμογέλιου του και τον κοφτερό του λόγο… Δε γίνεται κι αλλιώς. «Ένας άνδρας κερδίζει τον θάνατό του, τον δικό του θάνατο που δεν ανήκει σε κανέναν άλλο»…
Και οι πενθούντες; Ας μη θρηνούν άλλο. Γιατί ο μεγάλος τεθνεώς φεύγει ολόφωτος, λούζοντας τους συμπατριώτες του με τη λάμψη του μουσικού του έργου, με το μεγαλείο της ψυχής του, με το πάθος των Αγώνων του για Ελευθερία, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Ειρήνη και Αλληλεγγύη των Λαών. Με τέτοια παρακαταθήκη η Ρωμιοσύνη δε λυγά, μα «αντρειεύει κι θεριεύει» κι ας «αποχαιρετά» τον πνευματικό Σηματωρό της σήμερα, «μέρα τελευταία», όμως αιέν παλινδρομούσα: Ο αποχαιρετισμός δε σταματά, γιατί ο Αναχωρητής δε φεύγει, στ΄ αλήθεια, ποτέ από τη σκέψη και την καρδιά των ζωντανών…
Οι καθηγήτριες Αγλαΐα Ρόγκα & Ελένη Ευαγγελοπούλου
Δείτε το βίντεο – αφιέρωμα στον μεγάλο Δημιουργό. Η εκπαιδευτική και μαθητική κοινότητα του 2ου Γυμνασίου Αλεξ/πολης θα προσπαθήσει να τιμήσει τη χρονιά αυτήν και με άλλες δράσεις τον Μίκη Θεοδωράκη.